Η οδός Αθανασίου Μητρέλια της Μυτιλήνης, είναι σχεδόν άγνωστη με το επίσημο όνομα της, μιας και οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης γνωρίζουν την ευρύτερη περιοχή με το προσωνύμιο «Λαδάδικα». Το προσωνύμιο οφείλεται στο ότι επί δεκαετίες, ο συγκεκριμένος δρόμος φιλοξενούσε δεκάδες ελαιομεσιτικά και ελαιοεμπορικά γραφεία. Στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» του 1928, διαβάζουμε πως στο συγκεκριμένο δρόμο υπήρχαν πάνω από 20 ελαιομεσιτικά και ελαιοεμπορικά γραφεία. Ο Θαν. Παρασκευαΐδης, στα «Λεσβιακά», τεύχος ΙΒ, αναφέρει πως πριν το 1930, τα ελαιομεσιτικά γραφεία στη Μυτιλήνη ήταν έξι, ενώ μετά το 1930 είχαν γίνει 14. Τα ελαιοεμπορικά γραφεία ήταν 11. Ο ίδιος αναφέρει ότι το 1986 στη Μυτιλήνη, λειτουργούσαν τέσσερα ελαιοεμπορικά γραφεία και έξι ελαιομεσιτικά. Ήταν η εποχή που τα γραφεία αυτά όδευαν προς κλείσιμο, καθώς το εμπόριο και η μεσιτεία είχαν μεταφερθεί στους συνεταιρισμούς της Λέσβου, στην Ένωση Συνεταιρισμών και στα ιδιωτικά ελαιοτριβεία.
Τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, το ελαιόλαδο έδινε πολύ καλό εισόδημα στους παραγωγούς και τους εμπόρους. Γι’ αυτό και υπήρχε τόσο έντονη οικονομική δραστηριότητα γύρω από το εμπόριο του ελαιολάδου και των υποπροϊόντων του (πυρηνέλαιο και σαπούνι).
Τα «λαδάδικα» της Μυτιλήνης ήταν μικρά καταστήματα, τα οποία είχαν στενή είσοδο και στις μικρές προθήκες τους, υπήρχαν μικρά μπουκαλάκια με ελαιόλαδο. Το εσωτερικό τους ήταν συνήθως πολύ λιτό. Υπήρχε ένα γραφείο με δύο – τρεις καρέκλες. Πάνω στο γραφείο υπήρχαν τα λογιστικά βιβλία που διατηρούσε ο έμπορας ή ο ελαιομεσίτης. Σε μια γωνιά ήταν τα απαραίτητα υλικά για την οξυμέτρηση του ελαιολάδου. Αυτός ήταν όλος ο διάκοσμος.
Τα ελαιοεμπορικά και ελαιομεσιτικά γραφεία είχαν ως κύρια δραστηριότητα το χονδρικό εμπόριο του ελαιολάδου. Για τα περισσότερα γραφεία αυτή ήταν η αποκλειστική δραστηριότητα τους. Σε ορισμένα γραφεία υπήρχαν μικρές δεξαμενές ελαιολάδου, χωρητικότητας μέχρι μισό τόνο. Το λάδι που βρισκόταν σε αυτές, πωλούνταν απευθείας στους καταναλωτές. Δηλαδή γινόταν λιανεμπόριο ελαιολάδου για να εξυπηρετούνται ορισμένοι καταναλωτές. Ωστόσο αυτή η δραστηριότητα δεν ήταν ποτέ βασικό αντικείμενο. Επίσης στα γραφεία αυτά, μπορούσε να βρει κανείς καυστική σόδα που πωλούνταν λιανικώς και χονδρικώς σε όσους ήθελαν να παράγουν σαπούνι -κάποια ελαιομεσιτικά γραφεία πωλούσαν και σαπούνι.
Στο μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενου αιώνα, η παραγωγή σαπουνιού στη Λέσβο ήταν συνυφασμένη με το ελαιόλαδο. Η μούργα που έμενε όταν καθαρίζονταν οι δεξαμενές του ελαιολάδου, τα πολύ «χοντρά» (μεγάλης οξύτητας) λάδια και τα λάδια που έμειναν μετά το τηγάνισμα, χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή σαπουνιού. Εκτός από τις βιομηχανίες και τις βιοτεχνίες, σαπούνι παραγόταν και στα σπίτια, σε δύο μορφές, πλάκα και τρεμούλα. Η πλάκα ήταν σαπούνι που ξηραινόταν, ενώ η τρεμούλα ήταν σαπούνι σε παχύρευστη μορφή.
Ελαιομεσιτικά και ελαιοεμπορικά γραφεία
Τα «λαδάδικα» διακρίνονταν σε ελαιομεσιτικά και ελαιοεμπορικά γραφεία. Τα ελαιομεσιτικά, όπως λέει και το όνομα τους, ασκούσαν μεσιτεία. Ήταν οι διαμεσολαβητές μεταξύ των παραγωγών από τη μια πλευρά και των τυποποιητών και εμπόρων από την άλλη. Η αμοιβή τους ήταν 1% από τον παραγωγό και 1% από τον αγοραστή του ελαιολάδου επί της τιμής πώλησης του προϊόντος, όπως μας είπε ο Στρατής Ξένος, γιός του ελαιομεσίτη Αριστοτέλη Ξένου, που διατηρεί κατάστημα υποδημάτων, στα Λαδάδικα, στην ίδια θέση που βρισκόταν το ελαιομεσιτικό γραφείο του πατέρα του.
Τα ελαιοεμπορικά γραφεία ανήκαν σε χονδρεμπόρους ελαιολάδου. Αυτοί αγόραζαν το λάδι από τους παραγωγούς και το πωλούσαν όταν έκριναν ότι είναι η κατάλληλη στιγμή. Το κέρδος τους προέκυπτε από τη διαφορά τιμής αγοράς και πώλησης. Οι έμποροι διατηρούσαν δικούς τους χώρους αποθήκευσης του ελαιολάδου. Οι ελαιομεσίτες δεν είχαν δικές τους αποθήκες. Το λάδι που εμπορεύονταν, ήταν αποθηκευμένο είτε στις αποθήκες ελαιοτριβείων, είτε στις αποθήκες των παραγωγών.
«Οι ελαιομεσίτες καθημερινά πήγαιναν με τα δείγματα ελαιολάδου που είχαν, στους εμπόρους του νησιού (Κατσακούλης, Τρύφων, Παπαρίσβας κλπ.) και προσπαθούσαν να πετύχουν την καλύτερη δυνατή τιμή. Ακόμη και μια δεκάρα να κέρδιζαν, είχε μεγάλη σημασία. Γιατί οι ποσότητες ήταν μεγάλες και το κέρδος για τον παραγωγό ήταν εξίσου σημαντικό», τονίζει ο κ. Ξένος.
Βασικό εργαλείο η ρευστότητα
Ήταν πολύ συχνό φαινόμενο οι ελαιοπαραγωγοί να δανείζονται χρήματα από ελαιομεσίτες και εμπόρους ελαιολάδου, για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Το χρέος αποπληρωνόταν τους χειμερινούς μήνες είτε με την παράδοση μέρους της παραγωγής ελαιολάδου στον έμπορο ή το μεσίτη, είτε με την πώληση του ελαιολάδου και την παρακράτηση του χρέους.
Οι καλοί ελαιομεσίτες φρόντιζαν πάντα να έχουν μεγάλη ρευστότητα. Γι’ αυτό απέφευγαν να κάνουν μεγάλα έξοδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα ελαιομεσιτικά γραφεία ήταν νοικιασμένα. Η αγορά ενός γραφείου ήταν μια πάγια δαπάνη που θα περιόριζε το κεφάλαιο των ελαιομεσιτών γι’ αυτό αποφευγόταν, σημειώνει ο Στρατής Ξένος.
Οι ελαιομεσίτες της Μυτιλήνης είχαν πολύ καλή συνεργασία με εμπόρους και ελαιομεσίτες της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της βορείου Ελλάδας.
Οι συναλλαγές με εμπόρους ελαιολάδου της Αθήνας ήταν πολύ περιορισμένες. «Είχαν προβλήματα. Δεν μπορούσαν να βρουν ανθρώπους αξιόπιστους για να συνεργαστούν», τονίζει ο κ. Ξένος και προσθέτει: «Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι δίνανε το λόγο τους κι αυτός μετρούσε. Δεν έκαναν συμβόλαια. Αυτός ήταν ο τρόπος που γίνονταν οι συναλλαγές με τους παραγωγούς και τους εμπόρους.
Υπήρχαν παραγωγοί που ήταν πελάτες του πατέρα μου. Έρχονταν στο γραφείο του το καλοκαίρι, έπαιρναν τα χρήματα που χρειάζονταν και του έλεγαν “Αρίστο θα σε πληρώσω όταν βγει το λάδι”. Κι έτσι γινόταν».
Η χωροταξία της περιοχής
Τα ελαιομεσιτικά και ελαιοεμπορικά γραφεία δεν δημιουργήθηκαν τυχαία στην συγκεκριμένη θέση. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το Τελωνείο της Μυτιλήνης βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Σαπφούς. Ο χώρος μπροστά από την πλατεία, σχεδόν πάντα ήταν γεμάτος με βαρέλια που περιείχαν λάδι και περίμεναν καΐκια που θα τα μετέφεραν στη βόρειο Ελλάδα. Εκείνη την εποχή έτσι γινόταν το εμπόριο του ελαιολάδου.
Τα ελαιομεσιτικά γραφεία βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά της οδού Αθανασίου Μητρέλια. Η νότια πλευρά είχε αποθήκες τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων. Ο κ. Ξένος θυμάται ότι το σημερινό μεζεδοπωλείο «Το Σπίτι μου», ήταν αποθήκη χρωμάτων. Ο «Δίαυλος» ήταν αποθήκη κηπευτικών και φρούτων. Θυμάται τους εργάτες να μεταφέρουν στην αποθήκη τα καρπούζια με τα χέρια από το λιμάνι.
Πίσω από τα «λαδάδικα», ήταν η ψαραγορά της Μυτιλήνης, ο μπαλουχανάς. Εκεί ήταν συγκεντρωμένα όλα τα ιχθυοπωλεία της πόλης. Λίγο πιο μέσα, στην περιοχή «Πηγαδάκι», βρίσκονταν τα πρατήρια χονδρικής εμπορίας λαχανικών και κηπευτικών. Αυτή ήταν η λαχαναγορά της Μυτιλήνης.