Ριγμένοι οι Έλληνες παραγωγοί που υστερούν όχι μόνο έναντι των Ευρωπαίων
Αυξημένες εμφανίζονται οι πωλήσεις ελαιολάδου και πυρηνελαίου την ελαιοκομική περίοδο 2016-2017, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου. Σε σχέση με τις τιμές παραγωγού, οι Έλληνες ελαιοπαραγωγοί πληρώθηκαν σημαντικά χαμηλότερες τιμές για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο από τους Ισπανούς, τους Ιταλούς, ακόμα και τους Τυνήσιους συναδέλφους τους.
Όσον αφορά τις τιμές για τους παραγωγούς, το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο στην Ισπανία έφτασε στα 3,85 ευρώ το κιλό στο τέλος του Φεβρουαρίου, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 19% σε σχέση με την προηγούμενη ελαιοκομική περίοδο. Ωστόσο, τον Αύγουστο του 2015, οι τιμές έφτασαν στα 4,23 ευρώ το κιλό. Στην Ιταλία, οι τιμές για τον παραγωγό ξεκίνησαν να ανεβαίνουν τον Αύγουστο 2016 και στα τέλη Φεβρουαρίου 2017 είχαν φτάσει τα 6,07 ευρώ το κιλό για το έξτρα παρθένο, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 67% σε σχέση με την προηγούμενη ελαιοκομική περίοδο.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι τιμές από τα μέσα Αυγούστου έως και τα τέλη Οκτωβρίου παρέμεναν στάσιμες, τον Νοέμβριο ανέβηκαν ελαφρώς και τους τελευταίους μήνες παραμένουν σταθερά στα 3,46 ευρώ το κιλό. Αυτό σημαίνει ότι οι τιμές του έξτρα παρθένου ελαιολάδου για τους Έλληνες παραγωγούς σημείωσαν αύξηση της τάξης του 15% σε σχέση με την προηγούμενη ελαιοκομική περίοδο.
Στην Τυνησία, οι τιμές για τους παραγωγούς έμειναν σταθερές για κάποιο χρονικό διάστημα, σημείωσαν αύξηση την τρίτη εβδομάδα του Ιανουαρίου, ξεπερνώντας τα 4 ευρώ το κιλό, και στο τέλος του Φεβρουαρίου 2017 έφτασαν τα 4,08 ευρώ/κιλό, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 17% σε σχέση με την προηγούμενη ελαιoκομική περίοδο.
Κινέζικη ζήτηση
Άνοδο 42% παρουσίασαν οι εισαγωγές ελαιολάδου στην Κίνα το πρώτο τρίμηνο του 2016. Ως προς την προέλευση, το 96% των εισαγωγών προήλθε από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την Ισπανία να προηγείται –φυσικά– με ποσοστό 81% στο σύνολο, ενώ ακολουθεί η Ιταλία με ποσοστό 13% και η Ελλάδα με ποσοστό 2%. Το εναπομείναν ποσοστό 4% ελαιολάδου, που εισάγεται στην Κίνα, προέρχεται από την Αυστραλία, την Τυνησία, το Μαρόκο, την Τουρκία, αλλά και την Πορτογαλία. Όσον αφορά το είδος του ελαιολάδου που ζητείται στην Κίνα, το 77% των εισαγωγών αφορά έξτρα παρθένα ελαιόλαδα, το 14% πυρηνέλαια και το 9% ελαιόλαδα.
Συνολικά, την τελευταία ελαιοκομική περίοδο, οι εισαγωγές ελαιολάδου και πυρηνελαίων στην Κίνα αυξήθηκαν περίπου 12%. Η κατανάλωση ελαιολάδου στην Κίνα παρουσιάζει σταδιακή αύξηση από το 2001 έως και το 2012, που σημειώνεται και η υψηλότερη ποσότητα, ήτοι 46.000 τόνοι. Την επόμενη ελαιοκομική χρονιά, οι εισαγωγές σημείωσαν πτώση της τάξης του 6% και το 2013-2014 ακόμα μεγαλύτερη πτώση της τάξης του 15%. Το 2014-2015, οι εισαγωγές έμειναν σταθερές και σημείωσαν αύξηση την επόμενη ελαιοκομική περίοδο 2015-2016 της τάξης του 12%. Το πρώτο τρίμηνο της τρέχουσας ελαιοκομικής περιόδου 2016-2017 σημειώθηκε η μεγάλη αύξηση που προαναφέρθηκε, 42%.
Οι τιμές για το ραφιναρισμένο ελαιόλαδο σε Ισπανία και Ιταλία ακολουθούν την ανοδική τάση των τιμών παραγωγού του έξτρα παρθένου ελαιολάδου, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 25% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο της περυσινής ελαιοκομικής περιόδου. Ωστόσο, στοιχεία για τις τιμές παραγωγού στην κατηγορία επεξεργασμένου ελαιολάδου δεν υπάρχουν διαθέσιμα από την Ελλάδα.
Αύξηση στην κατανάλωση βρώσιμων ελιών
Μεγάλη αύξηση παρουσιάζεται στην παγκόσμια κατανάλωση βρώσιμων ελιών τις τελευταίες δεκαετίες. Από το 1990-1991 έως και το 2016-2017 η κατανάλωση των επιτραπέζιων ελιών παγκοσμίως σημείωσε αύξηση της τάξης του 182%.
Η αύξηση της κατανάλωσης έφερε αντίστοιχα και αύξηση της παραγωγής σε πολλές χώρες. Η Αίγυπτος, για παράδειγμα, ενώ το 1990-1991 κατανάλωνε 11.000 τόνους βρώσιμες ελιές, το 2016-2017 έφτασε να καταναλώνει 400.000 τόνους. Την ίδια περίοδο, η Αλγερία από την κατανάλωση 14.000 τόνων ελιών έφτασε να χρειάζεται 244.000 τόνους και η Τουρκία από 110.000 τόνους πριν από μια 25ετία σήμερα καταναλώνει 350.000 τόνους. Στην ίδια χρονική περίοδο, η κατανάλωση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκε σε ποσοστό 78,4% από τους 346.500 τόνους το 1990-1991 στους 618.000 τόνους το 2016-2017.
Στην Ισπανία, που είναι και η κύρια χώρα παραγωγής επιτραπέζιων ελιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καταναλώνονται κατά άτομο 4,1 κιλά τον χρόνο. Ακολουθεί η Κύπρος με κατανάλωση 3,1 κιλά τον χρόνο κατά άτομο, η Μάλτα με 1,9 κιλά τον χρόνο, η Ελλάδα και το Λουξεμβούργο με 1,8 κιλά ανά άτομο, η Βουλγαρία και η Ιταλία με 1,7 κιλά ανά άτομο και η Ρουμανία 1,1 κιλό τον χρόνο. Μείωση της κατανάλωσης εμφανίζεται στη Γαλλία, στη Σουηδία, στο Βέλγιο, στη Σλοβακία, στην Αυστρία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Δανία, όπου η κατανάλωση κυμαίνεται μεταξύ 0,5-0,9 κιλών κατ’ άτομο ετησίως.