Παρά την υψηλή διατροφική του αξία και τη γευστική του ανωτερότητα οι πωλήσεις ελληνικού ελαιολάδου στην Ιαπωνία υστερούν σημαντικά σε σχέση με τις αντίστοιχες της Ιταλίας και της Ισπανίας. Σε μια χώρα όπου δίνεται μεγάλη σημασία στην υγιεινή διατροφή, η αναγνωρισιμότητα του ελληνικού ελαιολάδου είναι χαμηλή και ο Ιάπωνας καταναλωτής δεν γνωρίζει και δεν μπορεί να εκτιμήσει την υψηλή ποιότητά του, όταν αυτή όντως υπάρχει. Στις δυσάρεστες, πλην χρήσιμες αυτές επισημάνσεις προβαίνει το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Τόκυο σε πρόσφατη έκθεσή του για την ιαπωνική αγορά ελαιολάδου.
Οι ιαπωνικές εισαγωγές ελαιολάδου ανήλθαν σε 195,7 εκατ. ευρώ (24,1 δισ. γεν) το 2016, σε σύγκριση με 217,6 εκατ. ευρώ (28,5 δισ. γεν) το 2015. Συνεπώς σημειώθηκε πτώση κατά 10,1% σε όρους ευρώ και κατά 15,5% σε όρους γεν. Σε ό,τι αφορά την ποσότητα, οι εισαγωγές ανήλθαν σε 40,7 χιλιάδες τόνους το 2016, σε σύγκριση με 42,2 χιλιάδες τόνους το 2015 (πτώση κατά 3,6%). Το 2016 ήταν η πρώτη χρονιά πτώσης τόσο ως προς την αξία όσο και ως προς την ποσότητα από το 2008.
Η ταχύτερη πτωτικά μεταβολή της αξίας σε σχέση με την ποσότητα μπορεί να ερμηνευθεί ως ωρίμανση της αγοράς, καθώς ακόμη και τώρα παρατηρείται μεγάλη διακύμανση της τελικής τιμής ανάλογα με το κανάλι πώλησης.
Η ιαπωνική αγορά μονοπωλείται από την Ιταλία και την Ισπανία. Αθροιστικά οι δύο χώρες είχαν το 93,7% των συνολικών εισαγωγών το 2016, από 93,1% το 2015. Οι ιταλικές εξαγωγές ανήλθαν το 2016 σε αξία τα 92,3 εκατ.ευρώ και σε ποσότητα τους 16 χιλιάδες τόνους και οι ισπανικές σε 91,2 εκατ. ευρώ σε αξία και σε ποσότητες τους ή 22,5 χιλιάδες τόνους. Οι εξαγωγές και των δύο χωρών ακολούθησαν την γενική πτώση της αγοράς έναντι του 2015. Οι ιταλικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 13,8% σε όρους αξίας αξίας και 1,5% σε όρους ποσότητας, ενώς οι ισπανικές μειώθηκαν κατά 16,2% και 5,8% ανιστοίχως.
Η Ελλάδα το 2016, όπως συνέβη και το 2015, κατέλαβε την τρίτη θέση μεταξύ των κυρίων χωρών προέλευσης, με την Τουρκία στην 4η θέση. Έως και το 2014, η Τουρκία βρισκόταν στην 3η θέση και η Ελλάδα στην 4η. Η ποιοτική διαφορά μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας είναι ότι η χώρα μας εξάγει σχεδόν αποκλειστικά παρθένο ή έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, ενώ οι τουρκικές εξαγωγές αφορούν κατά βάση “λοιπά ελαιόλαδα” κατώτερης ποιότητας
Οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε 4,67 εκατ. ευρώ το 2016, έναντι 5,84 εκατ. ευρώ € το 2015 και 3,5 εκατ. ευρώ το 2014. To 2016 σημειώθηκε πτώση ως προς την αξία σε γεν κατά 24,9%.
Ως προς την ποσότητα, οι ελληνικές εξαγωγές το 2016 ανήλθαν σε 888,2 τόνους έναντι 1.037,7 τόνων το 2015. Συνεπώς σημειώθηκε πτώση κατά 14,4%.
Το μερίδιο αγοράς του ελληνικού ελαιολάδου στην ιαπωνική αγορά ανήλθε στο 2,4% το 2016 έναντι 2,7% του 2015. Ήταν η πρώτη πτώση του μεριδίου αγοράς μας μετά από 4 χρόνια συνεχούς βελτίωσης.
Το μερίδιο της Τουρκίας διαμορφώθηκε στο 1,4% της αγοράς το 2016 από 4,9% το 2014.
Ακολουθούν η Αυστραλία (μερίδιο αγοράς 0,8%), Τυνησία, Γαλλία, Χιλή (0,3% η κάθε μία), ΗΠΑ, Πορτογαλία και Αργεντινή (0,2% η κάθε μία).
Άλλα μειονεκτήματα που εντοπίζει η έκθεση του Γραφείου ΟΕΥ για το ελληνικό ελαιόλαδο και που θα μπορούσαν να μετατραπούν σε πλεονεκτήματα από τους Έλληνες παραγωγούς και τυποποιητές είναι τα ακόλουθα:
-Το ελληνικό ελαιόλαδο δεν διαφοροποιείται επαρκώς από άλλα ελαιόλαδα. Συνήθως δεν δίνεται έμφαση στην ιστορία της εταιρείας ή του κτήματος ή στα ιδαίτερα χαρακτηριστικά του.
-Δεν υπάρχουν ελληνικά ελαιόλαδα στην αγορά που να προβάλλουν ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες ή άλλα στοιχεία.
-Στην αντίληψη των Ιαπώνων καταναλωτών, το ελαιόλαδο συνεχίζει να είναι στενά συνδεδεμένο με την Ιταλία και την Ισπανία και κατά δεύτερο λόγο με την μεσογειακή κουζίνα.
-Αρνητική δημοσιότητα για την χώρα μας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
-Μεγάλες και ενίοτε ακαλαίσθητες συσκευασίες ελαιολάδου (οι Ιάπωνες προτιμούν κυρίως τις γυάλινες συσκευασίες των 250ml). Η συσκευασία λευκοσίδηρου είναι ευκολότερο να υποστεί φθορές κατά την μεταφορά.