Μαστροπαύλος Νίκος Γ.
Αρχαία και σύγχρονα τοπία της ελιάς, από τις πλαγιές του Ολύμπου στις όχθες της Θήρας και από την Πύλο έως τους Δελφούς
Κορμοί σαν τις ρυτίδες των γονιών μας, καθώς τους φαντάζεται ο ποιητής. Με όλη την αδρότητα και τη σοφία των καιρών που περνούν και της έγνοιας που τη λένε αλλιώς και αγάπη. Οι ελαιώνες της πατρίδας μας, οι ελιές της καρδιάς μας. Το ένα από τα τρία συστατικά της Ελλάδας, μαζί με το αμπέλι και το καράβι, καθώς λέει ο μύστης των φύλλων της ελιάς Ελύτης. Μα, πρέπει να είσαι ποιητής για να μπορείς να μιλάς για τα δώρα των θεών, για τα αιθέρια έλαια, τις σπονδές, τις χοές και τις προσφορές. Να σε λένε Ομηρο, Σαπφώ, Αρχίλοχο, Ρωμανό, Παλαμά, Σεφέρη, Ρίτσο, Ελύτη για να μιλήσεις για τα σύμβολα του παλαιού και του νέου κόσμου.
Θέρος, τρύγος, σπορά, λιομαζώματα, οι ενιαύσιοι συναγερμοί της ζωής των ανθρώπων που ζουν αρμονικά με τη φύση, που παράγουν πραγματική και όχι εικονική ζωή. Και η ζωή είναι ταξίδι στον τόπο και στον χρόνο. Οσο κι αν εξελίσσονται οι «δέμπλες» (που χτυπούν τον ελαιόκαρπο για να πέσει στα πανιά) από απλές φυσικές βέργες σε ηλεκτροκίνητους βραχίονες, η αίσθηση της λειτουργίας του λαδιού των ευχών, των προσευχών, του χρίσματος, της κάθαρσης, του καλλωπισμού, της τροφής, είναι ίδια και απαράλλαχτη, καθώς μπλέκονται τόσο ήσυχα τα αρχαία τοπία με τα σύγχρονα.
Η ησυχία δίνει μια άλλη πνευματικότητα στα πράγματα. Αλλά τα λιομαζώματα συνεπαίρνουν ακόμη και τους ταγμένους στη σιωπή μοναχούς της Μονής του Αγίου Διονυσίου τού εν Ολύμπω – πιο χαμηλά από τον Θρόνο του Διός – και τώρα ακούμε τις φωνές τους καθώς μαζεύουν ενθουσιασμένοι τις ελιές στην Καναπίτσα, κοντά στα Πλατανάκια του Λιτόχωρου. Ακολουθούμε τις φωνές τους και τρέχουμε με τον πατέρα Πορφύριο – τον μάγειρο της Μονής – για να τους προλάβουμε όσο δουλεύουν ακόμη, εκείνος για να τους πάει προσφάι κι εγώ για να αρπάξω μια πολύ δυνατή εικόνα του λιομαζώματος. Οι μοναχοί, ενδεδυμένοι το σχήμα τους, τίναζαν τα λιόδεντρα πάνω στα πανιά για να πέσουν οι ελιές. Οι βιβλικές μορφές τους προβάλλουν ανάμεσα στα κλαδιά και κάνουν αυτή την τελετουργία πιο ιερή απ’ ό,τι συνήθως είναι. Κάποιοι, μάλιστα, χρειάστηκε να ανέβουν και επάνω στα δέντρα. Βέβαια, είναι πολύ διαφορετικές οι μορφές των τεσσάρων νέων που εικονίζονται στον αρχαϊκό αμφορέα του Ζωγράφου του Αντιμένη του 530-510 π.Χ. (Βρετανικό Μουσείο) να μαζεύουν ελιές, αλλά η ομήγυρη των μοναχών γύρω από το δέντρο μού τη θύμισε έντονα.
Τέτοιες εικόνες είναι «σπαρμένος» ο μεγάλος ελαιώνας στην όχθη του Ιονίου, από την Κυπαρισσία μέχρι την Πύλο. Ταξιδεύεις κατά τον Νοτιά, ανάμεσα στη βαθυπράσινη και στη γαλανή θάλασσα, και το είναι σου ποτίζεται από την ευωδιά της ελιάς που συνθλίβεται για να βγάλει το λάδι που έχει μαζέψει στο μικρό της σώμα. Η διαδικασία παραγωγής του λαδιού έχει εκσυγχρονιστεί. Πολλοί αιώνες πέρασαν μέσα σε λίγα χρόνια. Το άλογο, οι μυλόπετρες, το μάγκανο που έσφιγγε τα γεμάτα με πολτό της ελιάς πανιά. Τώρα στο υπερσύγχρονο ελαιοτριβείο του Συνεταιρισμού των Γαργαλιάνων οι ταινίες παίρνουν από τα μάτια σου τις ελιές και τις κρύβουν στον λαβύρινθο των αυτοματισμών. Ομως, αυτό που στο τέλος βγαίνει στο φως, είναι το πρασινοχρυσαφί φρέσκο λάδι, ίδιο κι απαράλλαχτο με χίλια, δύο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, που διεγείρει στον νου σου την προσμονή για μια «καψάλα» – καψαλισμένο στη φωτιά ψωμί, βαπτισμένο στο καινούργιο λάδι -, για το καλό.
Η ίδια ατμόσφαιρα θα επικρατούσε στον ελαιώνα της Πύλου την εποχή της βεντέμας και τρεις χιλιάδες χρόνια πριν. Ισως και παραπάνω. Στη Σαντορίνη διατηρήθηκε μέσα στην ηφαιστειακή πέτρα ένα απολιθωμένο φυλλαράκι ελιάς που θρόιζε στο μελτέμι πριν από πενήντα ή εξήντα χιλιετίες. Ξεστρατίζεις αμέσως μετά τη Γιάλοβα προς Πύλο για να δεις τον ελαιώνα μέχρι πέρα τον καθρέφτη της λιμνοθάλασσας, όπου καθρεφτίζεται αυτάρεσκα το Παλαιόκαστρο του Ναυαρίνου. Φαντάζεσαι τον βασιλιά Νέστορα να έχει στραμμένα τα νώτα του στο ανάκτορο και τις μεγάλες αποθήκες του στον Ανω Εγκλιανό της Χώρας. Στο λουτρό του υπάρχει ακόμη στη θέση της η μεγάλη μπανιέρα από πηλό. Μπορεί να έριχναν μέσα και λάδι, καθώς γνωρίζουμε από τις πινακίδες της Γραμμικής Β’, της πρώτης ελληνικής γραφής, ότι το χρησιμοποιούσαν για καθαρισμό του σώματος και καλλωπισμό. Και οι γυναίκες και οι άνδρες. Ισως και ο μυκηναίος γρύπας-πολεμιστής που ήταν θαμμένος μαζί με έναν ολόκληρο θησαυρό στα λιοχώραφα κοντά στο Ανάκτορο πριν από την εποχή του βασιλιά Νέστορα.
Ο κλασικός Θόλος της Αθηνάς Προναίας προβάλλει μέσα από τα λιόδεντρα. Αυτό το εμβληματικό περιστύλιο είναι το «σήμα κατατεθέν» των Δελφών που έχουν στα πόδια τους έναν από τους πιο ειδυλλιακούς και φορτωμένο με μνήμες ελαιώνα του ελλαδικού χώρου. Ο Γιώργος Σεφέρης ανηφορίζει από τον κόλπο της Ιτέας προς τον «Ομφαλό της Γης», στα πρανή του δικόρυφου Παρνασσού, και στοχάζεται: «Είναι όμορφο να ξεκινάς από την ακρογιαλιά και να μπαίνεις μέσα στα λιόδεντρα κάτω από τις ασημένιες φυλλωσιές του Κρισαίου Κάμπου, συλλαβίζοντας, καθώς περνάς, τις ρυτίδες της πυκνής σύναξης των κορμών». Η ελιά είναι ιδέα, σκέψη, εικόνα, ευωδιά, γεύση, προσευχή. Νυν και αεί. Ακόμη στην Κύπρο χρησιμοποιούν σαν το λιβάνι τα ευλογημένα στην εκκλησιά επί σαράντα ημέρες ελιόφυλλα για να «καπνίσουν» τον γαμπρό, όταν βγαίνει από το σπίτι για να πάει να συναντήσει το ταίρι του. Αέναη ευλογία…