Σε μια μελέτη που συμμετείχαν οι μεσογειακές χώρες της Ευρώπης με τις βόρειες χώρες της Ευρώπης και τις Η.Π.Α βρέθηκε ότι η θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα ήταν 2-3 φορές μικρότερη στις χώρες της Μεσογείου σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Ο πληθυσμός της Κρήτης που συμμετείχε βρέθηκε να έχει τη μικρότερη θνησιμότητα και τη μεγαλύτερη μακροζωία. Αυτό αποδόθηκε κατά κύριο λόγο στη διατροφή τους.
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μεσογειακής διατροφής είναι το ψωμί, τα ζυμαρικά, τα λαχανικά, οι σαλάτες, τα όσπρια, τα φρούτα, οι ξηροί καρποί καθώς και το ελαιόλαδο ως κύρια πηγή λιπαρών, καθώς επίσης και μέτριες ποσότητες ψαριού, πουλερικών, γαλακτοκομικών, αυγών, και μικρές ποσότητες κόκκινου κρέατος. Ακόμα κρασί σε μικρές ποσότητες, που συνήθως καταναλώνεται με τα γεύματα. Η συγκεκριμένη διατροφή έχει λίγα λιπαρά οξέα, είναι πλούσια σε υδατάνθρακες και φυτικός ίνες και περιέχει πολλά μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, τα όποια προέρχονται κυρίως από το ελαιόλαδο.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της μεσογειακής διατροφής είναι η σύνθεση σε λίπη. Σε μια σωστή, ισορροπημένη διατροφή η σχέση μονοακόρεστων, κορεσμένων και πολυακόρεστων πρέπει να είναι 2/1/1, ενώ η σχέση ω-6/ω-3 λιπαρών οξέων πρέπει να είναι 1/1. Αυτό επιτυγχάνεται στη μεσογειακή διατροφή χάρη στην αξία του ελαιολάδου. Το ελαιόλαδο περιέχει 70-80% μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (ολεϊκο οξύ), 6-16% ω-6, 0,3-1,3% ω-3 και 8-10% κορεσμένα λιπαρά οξέα. Αυτή η σύνθεση το κάνει να έχει μοναδική θέση απέναντι στα υπόλοιπα λάδια. Το ολεϊκο οξύ συντελεί στην αύξηση της (HDL χοληστερόλη), γνωστή για τις ευεργετικές της ιδιότητες στον οργανισμό ενώ, μειώνει την (LDL χοληστερόλη) μειώνοντας έτσι την αθηροματογόνο δράση τους.
Σαν αποτέλεσμα το ελαιόλαδο συμβάλλει στην πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων. Σε αντίθεση η υψηλή κατανάλωση σπορέλαιων οδηγεί σε αυξημένη πρόληψη ω-6 λιπαρών οξέων που αυτό μειώνει την ολική χοληστερόλη αλλά παράλληλα και στην μείωση των καλών HDL λιποπρωτεινών.