ΒΙΚΥ ΚΑΤΕΧΑΚΗ
Πριν από πέντε χρόνια ένα μεσημέρι Οκτωβρίου, η Ματούλα Κουβάτσου διάβαινε μπροστά από τα κτήματα της οικογένειάς της, στα Αλώνια της Μεσσηνίας. Δεν συνήθιζε αυτή τη βόλτα, όμως εκείνη τη μέρα ο δρόμος της την έφερε εκεί. Στάθηκε ώρα μπροστά από τον ελαιώνα βλέποντας –σαν χρέος μνήμης– τα δένδρα, που με τόσο μεράκι και αγάπη φρόντιζε επί χρόνια ο πατέρας της. Αραγε, θα μπορούσε κι εκείνη να αφοσιωθεί το ίδιο; Η απάντηση ανάβλυσε εκ βαθέων σχεδόν αμέσως. «Είπα πως ναι. Την ίδια ώρα, όμως, έβαζα κι ένα προσωπικό στοίχημα πως θα τα έκανα όλα από την αρχή», λέει την «Κ».
Τον πρώτο χρόνο έπρεπε να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία της οικογένειάς της απέναντι στο νέο εγχείρημα. «Πώς μπορείς να αμφισβητείς όλα όσα μου έμαθε ο παππούς μου;» θυμάται να της λέει ο πατέρας της, όμως εκείνη τον έπεισε. «Την πρώτη χρονιά ζήτησα μόλις 100 ελαιόδενδρα για να με αφήσουν να τα καλλιεργήσω με τον τρόπο που ήθελα. Με τον σύζυγό μου ανεβαίναμε πάνω στα δένδρα και τα φροντίζαμε κλαράκι-κλαράκι. Μέρα με τη μέρα, ο ελαιώνας πήρε άλλη μορφή», περιγράφει.
Χρειάστηκαν τρία χρόνια εντατικής έρευνας και εκπαίδευσης για να δημιουργήσει ένα ελαιόλαδο-πρότυπο, που σε κάθε στάδιο της παραγωγής του θα ερχόταν κόντρα στις πρακτικές παλαιών καλλιεργητών. «Αλλαξα τα πάντα: Από τις μεθόδους του κλαδέματος, της καλλιέργειας και της ελαιοποίησης, μέχρι τη συγκομιδή, που πλέον την κάνουμε πολύ νωρίτερα, δίνοντας τη δυνατότητα στα δένδρα να «επανέλθουν» πριν από τα πρώτα κρύα. Καινοτομήσαμε και στο μπουκάλι, αναγράφοντας σε αυτό κάποιες γεύσεις, με τις οποίες ταιριάζει το ελαιόλαδό μας, με κίνδυνο να χάσουμε πελάτες, που αγοράζουν ένα και μόνο λάδι για όλα τα φαγητά», εξηγεί στην «Κ».
Σήμερα, το κορωνέικο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο της Ματούλας Κουβάτσου ταξιδεύει σε πολλές χώρες του εξωτερικού και πωλείται πλάι σε ιταλικά και ισπανικά ελαιόλαδα υψηλής ποιότητας. Το αποτέλεσμα φαίνεται ότι δικαίωσε την επίμονη προσπάθειά της. «Πλέον καλλιεργούμε 4.000 ελαιόδενδρα, αφού στα δικά μας προστέθηκαν φέτος και άλλα 500 που μας εμπιστεύθηκαν παραγωγοί της περιοχής. Είχαμε θέσει ως στόχο με τον σύζυγό μου να αποδείξουμε σε παλαιούς και νέους παραγωγούς ότι μέσα από τις νέες πρακτικές θα έχουν μόνο όφελος και τον πετύχαμε. Πλέον όλο και περισσότεροι ζητούν τις συμβουλές μας και αυτό μας κάνει χαρούμενους», λέει –με υπόρρητη περηφάνια– η ίδια.
Στο Εργαστήριο Γευσιγνωσίας Ελαιολάδου του ΤΕΙ Πελοποννήσου, στην Καλαμάτα, η υπεύθυνη ποιότητας Αννα Μηλιώνη και η ομάδα της αναλαμβάνουν τη γευσιγνωστική ανάλυση του ελαιολάδου, που φθάνει εκεί από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Είναι εκείνοι που αποφασίζουν ποια ελαιόλαδα θα πάρουν την ετικέτα του εξαιρετικού παρθένου, του παρθένου ή του ακατάλληλου για κατανάλωση. «Από την αρχή της κρίσης και με την είσοδο των νέων ανθρώπων στην ελαιοπαραγωγή, παρατηρούμε ότι η ποιότητα του ελαιολάδου ανεβαίνει συνεχώς», λέει στην «Κ» η κ. Μηλιώνη.
«Οι νέοι παραγωγοί έχουν βελτιώσει σημαντικά τις πρακτικές της καλλιεργητικής και της επεξεργασίας. Διαβάζουν, εκπαιδεύονται να κάνουν το σωστό κλάδεμα, τη λίπανση ή οτιδήποτε άλλο. Ο,τι κάνουν “κρύβει” από πίσω μία επιστημονική εξήγηση, αφού αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να δημιουργήσουν ένα ποιοτικό προϊόν», εξηγεί. Σε αυτή τη νέα εποχή της ελαιοκομίας, ο ρόλος της γυναίκας, έχει ενισχυθεί σημαντικά. «Μέχρι πρότινος, ο πατέρας, ο σύζυγος ή ο αδελφός ήταν στην παραγωγή και η γυναίκα αναλάμβανε το μάρκετινγκ. Ξαφνικά, στα χρόνια της κρίσης, με την είσοδο των νέων επαγγελματιών, είδαμε τις γυναίκες να παίρνουν στα χέρια τους την παραγωγή, έχοντας τον πρώτο λόγο για κάθε στάδιο της διαδικασίας, από το χωράφι έως το μπουκάλι», τονίζει η ίδια.
«Η γη της ευδαιμονίας»
Στα 31 της χρόνια, η Χριστίνα Στριμπάκου, με πτυχίο στην ιταλική φιλολογία και ένα ακόμη στην ιστορία της τέχνης, αποφάσισε να εγκαταλείψει τις προσπάθειες να εργαστεί στον χώρο της εκπαίδευσης και να «συναντήσει» τον αδελφό της στους ελαιώνες. Μέχρι τότε εκείνος δεν είχε σκεφθεί να τυποποιήσει το ελαιόλαδο που παρήγαγε, δέχθηκε όμως με ενθουσιασμό την πρόταση της αδελφής του να ξεκινήσουν το εγχείρημα από την αρχή.
«Δημιουργήσαμε το μπουκάλι με τη βοήθεια ενός γνωστού γραφιστικού γραφείου της Αθήνας, ανοίξαμε το σάιτ, στείλαμε το δελτίο Τύπου και έπειτα από λίγες μέρες έλαβα ένα e-mail από το γαλλικό πολυκατάστημα Bon Marché, από όπου μου ζητούσαν να στείλω δείγμα του ελαιολάδου μας. Νόμιζα ότι επρόκειτο για spam, αλλά το email ήταν αληθινό και αυτή κατέληξε να είναι η πρώτη μας μεγάλη συνεργασία», περιγράφει στην «Κ» η κ. Στριμπάκου.
Εχουν περάσει έξι χρόνια από τότε που «εγκαινίασε» τη νέα εποχή στους οικογενειακούς ελαιώνες και μέχρι σήμερα έχει καταφέρει να δημιουργήσει σπουδαίες συνεργασίες με γνωστά πολυκαταστήματα της Ευρώπης και της Αμερικής, με εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας και ντελικατέσεν. «Από την αρχή απευθύνθηκα στο εξωτερικό διότι κατάλαβα τι σημαίνει να ζεις σε έναν μαγικό τόπο, όπως είναι η Μεσσηνία. Και ήθελα αυτή τη χαρά να τη μοιραστώ με τον κόσμο που ζει μακριά από την Ελλάδα για να πάρει μία μικρή γεύση. Γι’ αυτό και το μότο μας είναι το “the roots of bliss”, “γη της ευδαιμονίας”», μας λέει.
Φέτος, το λάδι της οικογένειας Στριμπάκου βραβεύθηκε ως το καλύτερο μονοποικιλιακό λάδι στον κόσμο, αποτελώντας παράδειγμα για την καλλιεργητική πρακτική κάθε νέου ελαιοπαραγωγού. «Κάποια στιγμή, θα πρέπει να ανοίξει ένας διάλογος γύρω από την καλλιέργεια και τις συνέπειές της στο περιβάλλον. Με τον αδελφό μου επιλέγουμε το μονοποικιλιακό ελαιόλαδο γιατί βρίσκουμε μαγικό το να ακολουθείς τα σωστά βήματα για να παραγάγεις τη γεύση που έχεις στο μυαλό σου χωρίς να αφήνεις κακό “αποτύπωμα” στο περιβάλλον», συμπληρώνει.
Η εκπαίδευση
Τα τελευταία επτά χρόνια, το Ιδρυμα Καπετάν Βασίλη και Κάρμεν Κωνσταντακόπουλου που έχει έδρα τη Μεσσηνία, έχει ξεκινήσει μία προσπάθεια να κάνει την περιοχή πρότυπο αειφόρου αγροτικής ανάπτυξης. Οι δράσεις του στρέφονται γύρω από την εκπαίδευση, την εφαρμοσμένη έρευνα, τη δικτύωση των παραγωγών και την ανάδειξη των προϊόντων που παράγονται στη Μεσσηνία. Το ελαιόλαδο είναι ένα από αυτά. «Δημιουργήσαμε το Κέντρο Διατροφικής Επιχειρηματικότητας σε συνεργασία με την Αμερικανική Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης, που μας προσφέρει την απαραίτητη τεχνογνωσία», λέει στην «Κ» ο Διονύσης Παπαδάτος, υπεύθυνος δράσεων του Ιδρύματος.
«Το Κέντρο κινείται σε δύο άξονες: Ο πρώτος είναι η εκπαίδευση σε τομείς όπως η τυποποίηση και επεξεργασία ελαιολάδου, το μάρκετινγκ, η έναρξη αγροτικής επιχείρησης ή η συντήρηση των προϊόντων. Ο δεύτερος άξονας είναι η συμβουλευτική. Κάποιες εταιρείες, ενώ διαθέτουν το προϊόν, δηλαδή παράγουν για παράδειγμα ελαιόλαδο, δυσκολεύονται να κάνουν το επόμενο βήμα, που είναι η προώθηση και η ανάπτυξη στην αγορά. Το Κέντρο μας, μέσω της συμβουλευτικής του ομάδας, παρέχει όλη αυτή την τεχνογνωσία, από το “business plan” μέχρι τον τρόπο ανάπτυξης των πωλήσεων», καταλήγει ο κ. Παπαδάτος.