Από την άνοδο των τιμών του ελαιολάδου
Εδώ και περίπου ένα μήνα οι τιμές παραγωγού του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στη Λέσβο, ξεκόλλησαν από τα 3,40 ευρώ το κιλό και ανέβηκαν στα 3,75 ευρώ το κιλό. Η τιμή για το βιομηχανικό πεντάρι παραμένει σταθερή στα 2,60 ευρώ το κιλό. Συνεπώς έστω και με πολύ μεγάλη καθυστέρηση και από απόσταση, η τοπική χονδρική αγορά του ελαιολάδου ακολούθησε την τάση που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική αγορά. Σε πανελλαδικό επίπεδο, οι μέσες τιμές παραγωγού για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο κυμαίνονται από 3,70 ως 3,90 ευρώ το κιλό. Ωστόσο αυτές οι τιμές απέχουν πολύ από το να μπορούν να χαρακτηριστούν ικανοποιητικές, δεδομένου ότι οι τιμές χονδρικής αλλά και οι τιμές παραγωγού στις άλλες ελαιοπαραγωγικές περιοχές της Μεσογείου, είναι πολύ υψηλότερες από αυτές που ισχύουν στην Ελλάδα. Η φετινή χρονιά εξελίσσεται σε πραγματικό πάρτι για τους μεσάζοντες στην αγορά του ελαιολάδου. Χαρακτηριστικά ο εξειδικευμένος για θέματα ελαιολάδου, Βασίλης Ζαμπούνης, έγραφε στο Olivenews.gr στα τέλη του περασμένου Μάη: «Όταν η τιμή πώλησης βυτίου ex – factory (σ.σ. στην πόρτα του ελαιοτριβείου) κυμαίνεται στα 4,15 – 4,20 €/kg και έχει προέλθει από μικρές παρτίδες αγορασμένες από μεμονωμένους ελαιοπαραγωγούς ακόμη και με 3,70 €/kg, δηλαδή 50 ολόκληρα σεντς φθηνότερα, τότε σε απλά ελληνικά μιλάμε για “αισχροκέρδεια”, ή -ακόμη χειρότερο- για μια αγορά που νοσεί βαριά, με στρεβλώσεις που αφήνουν τελείως απροστάτευτους τους ελαιοπαραγωγούς. Κατάσταση για την οποία κανείς δεν είναι αθώος, ούτε αμέτοχος…».
Από τότε δεν έχει υπάρξει καμία ουσιαστική αλλαγή που να οδηγεί σε κλείσιμο της ψαλίδας τιμών μεταξύ παραγωγού και τυποποιητή. Οι μέσες τιμές χονδρικής του ελαιολάδου, όπως τις κατέγραψε το Ινστιτούτο ISMEA κατά την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου, είχαν διαμορφωθεί στα 5,78 ευρώ ανά κιλό το έξτρα παρθένο στην Ιταλία, στα 3,99 ευρώ το παρθένο και στα 3,28 ευρώ το βιομηχανικό.
Στην Ισπανία, οι μέσες τιμές χονδρικής την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου διαμορφώθηκαν στα 4,04 ευρώ το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και στα 3,81 ευρώ το βιομηχανικό. Η τιμή για το ραφιναρισμένο ελαιόλαδο διαμορφώθηκε στα 3,84 ευρώ το κιλό.
Στην Ελλάδα, η μέση τιμή χονδρικής για το έξτρα παρθένο ήταν 4,06 ευρώ το κιλό, για το παρθένο 3,73 ευρώ το κιλό και για το βιομηχανικό 3,39 ευρώ το κιλό. Τέλος, στην Τυνησία, η τιμή του βιολογικού ελαιολάδου διαμορφώθηκε στα 4,43 ευρώ το κιλό, του έξτρα παρθένου στα 4,03 ευρώ το κιλό και του βιομηχανικού ελαιολάδου στα 3,40 ευρώ το κιλό.
Η διεθνής αγορά
Οι εκτιμήσεις για την παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου την φετινή χρονιά (2017 – 2018), κάνουν λόγο για 2,8 εκατ. τόνους όταν ένα χρόνο πριν (2016 – 2017) η παγκόσμια παραγωγή ήταν 2,7 εκατ. τόνοι. Η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου για την νέα ελαιοκομική περίοδο, εκτιμάται ότι θα φθάσει στους 260.000 τόνους. Βέβαια οι εκτιμήσεις αυτές έχουν πολύ μεγάλο περιθώριο σφάλματος. Διότι γίνονται πολλούς μήνες πριν την έναρξη της συγκομιδής, κατά συνέπεια οι καιρικές συνθήκες μπορούν να μεταβάλλουν κατά πολύ την ποσότητα ελαιολάδου που θα παραχθεί σε κάθε χώρα.
Αυτό σημαίνει πως και την νέα ελαιοκομική περίοδο, η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου θα υπολείπεται της παγκόσμιας κατανάλωσης. Συνεπώς διαμορφώνονται οι προοπτικές για διατήρηση των τιμών του ελαιολάδου σε υψηλά επίπεδα. Το ακριβές ύψος των τιμών σε κάθε χώρα και σε κάθε περιοχή, φυσικά θα διαμορφωθεί από ένα συνδυασμό πολλών διαφορετικών παραγόντων. Την κατάσταση της εσωτερικής αγοράς κάθε χώρας, την εξαγωγική δυναμική που αναπτύσσουν οι τυποποιητικές επιχειρήσεις, την ρευστότητα στην οικονομία και φυσικά την δυνατότητα των ελαιοπαραγωγών να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και συντονισμένα ώστε να πετύχουν καλύτερες τιμές.
Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όσο καλές και να είναι οι διεθνείς συνθήκες, δεν αρκούν για να βελτιωθούν περαιτέρω οι τιμές παραγωγού στην Ελλάδα. Ακόμη χειρότερες είναι οι συνθήκες στην Λέσβο. Η απουσία ενός σοβαρού συνεταιριστικού οργανισμού που θα συγκεντρώνει το λάδι των ελαιοπαραγωγών της χώρας και θα το διαθέτει στην αγορά, είτε τυποποιημένο, είτε χύμα, είναι μια από τις βασικές αιτίες που οι τιμές παραγωγού στην Ελλάδα είναι από τις χειρότερες στην λεκάνη της Μεσογείου, την ίδια στιγμή που οι χονδρέμποροι αποκομίζουν εξαιρετικά μεγάλα κέρδη εκμεταλλευόμενοι την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς και την απουσία ουσιαστικής πολιτικής βούλησης για το ξεκαθάρισμα του σημερινού τοπίου.