Εκτός των δικτύων λιανικής το τυποποιημένο ελαιόλαδο
Εγκλωβισμένο στις παθογένειες της ελληνικής αγοράς, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται αντί να αυξάνεται η δυνατότητα τοποθέτησής του στα μεγάλα-σημαντικά ράφια του εξωτερικού, βρίσκεται το ελληνικό ελαιόλαδο. Αν και το ζητούμενο όλων –εκτός των καλών τιμών παραγωγού – είναι ο ελληνικός πράσινος χρυσός να κατακτήσει τα μεγάλα σούπερ μάρκετ των ΗΠΑ και της Κίνας, αυτό δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής εφικτό. Παράγοντες, όπως η έλλειψη χρηματοδότησης, η αρνητική εικόνα της χώρας λόγω της οκταετούς οικονομικής κρίσης, αλλά και η απουσία συνεργειών, αποτελούν τροχοπέδη.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Ανθής Γεωργίου στην “Ύπαιθρο Χώρα”, «παρά το γεγονός ότι κάποιοι κάνουν λόγο για συνεχή αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί και δείχνουν το αντίθετο. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2016 οι εξαγωγές ελαιολάδου παρουσίασαν μείωση, φτάνοντας στα 161.011.182 εκατ. κιλά, διαμορφώνοντας το κέρδος σε 584.194.371 εκατ. ευρώ, ενώ το 2015 αντίστοιχα εξήχθησαν 170.494.746 εκατ. κιλά, αποφέροντας έσοδα 631.794.462 εκατ. ευρώ.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία από το παρατηρητήριο τιμών της Κομισιόν για το Μάρτη 2017 σχετικά με την τιμή παραγωγού σε Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα. Σύμφωνα με αυτά, ο Ιταλός παραγωγός πούλησε το έξτρα παρθένο προς 6,14 ευρώ, τιμή αυξημένη κατά 3% συγκριτικά με τον προηγούμενο μήνα και 73% με την προηγούμενη χρονιά, ο Ισπανός προς 3,83 ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 2% από τον προηγούμενο μήνα και 19% σε σχέση με πέρσι, και ο Έλληνας (παρατηρητήριο Χανίων) προς 3,54 ευρώ (αύξηση 2% από τον προηγούμενο μήνα και 19% σε σχέση με πέρσι).
Η εξωστρέφεια είναι ένα πολύ σημαντικό παιχνίδι, αλλά συνάμα δύσκολο να κερδηθεί. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες με την περιορισμένη ή ακόμα και μη κερδοφορία τους στην εγχώρια αγορά, το πλήγμα της διακίνησης χύμα ελαιολάδου, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και την έλλειψη συνεργειών, δυσκολεύουν τις εξαγωγές.
Ακριβή
Σύμφωνα με το διευθυντή του ΣΕΒΙΤΕΛ, η Ελλάδα είναι ακριβότερη απ’ ό,τι οι ανταγωνιστικές χώρες, δηλαδή “ξεκινώντας από την πρώτη ύλη, είμαστε ακριβότεροι, με αποτέλεσμα το τελικό προϊόν να μην είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικό παρά την ποιοτική του υπεροχή. Επιπρόσθετα, είμαστε μακριά από τα σημεία πώλησης σε σχέση με ανταγωνίστριες χώρες, με αποτέλεσμα να προσαυξάνει το κόστος της μεταφοράς”.
Επιπλέον, “έχουμε ένα χρηματοοικονομικό σύστημα, που δημιουργεί επιβαρύνσεις, και επί δεκαετίες τα επιτόκια, με τα οποία δανείζονταν οι δικές μας επιχειρήσεις, ήταν με διψήφιο ποσοστό σε σχέση με την Ευρώπη που ήταν πολύ χαμηλά. Την ίδια στιγμή, δε διαθέτουμε θυγατρικές εταιρείες στις χώρες υποδοχής, αλλά μόνο αντιπροσώπους εμπόρους, ενώ οι μεγάλες εταιρείες έχουν στήσει στην Αμερική, στην Αυστραλία και σε άλλες χώρες τις δικές τους επιχειρήσεις”, σημειώνει.
Συνέργειες
“Όλα είναι θέμα μεγέθους και η αναγνωρισιμότητα είναι μια έννοια που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, μια επένδυση διαχρονική και όχι μόνο από έναν κλάδο. Τα ελληνικά προϊόντα απαιτούν συνέργειες. Θα πρέπει να υπάρχει μια πλατφόρμα, μια κοινή καμπάνια που να πείσει για την ποιότητα των ελληνικών προϊόντων και από εκεί και πέρα να πορευτούμε όλοι μαζί. Η εξωστρέφεια είναι μια δύσκολη υπόθεση, που απαιτεί προσπάθεια, συνέπεια και συνέχεια. Δυστυχώς, όμως, απαιτεί και πόρους και στρατηγική. Δεν έχουμε καταφέρει να έχουμε τίποτε από όλα αυτά και έχουμε πέσει”, τονίζει ο Γιώργος Οικονόμου.
Την ίδια στιγμή, η άσχημη εικόνα που έχει η Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης (αλλά και της εφαρμογής των capital controls) έχει κάνει πιο δύσκολη την κατάσταση, γεγονός που έχει αντίκτυπο και στον επιχειρηματικό κόσμο: “Τα τελευταία 5-6 χρόνια υπάρχει μια δυσπιστία από τις αγορές για το αν μπορούμε να ικανοποιήσουμε τις παραδόσεις. Μας ρωτούν αν θα έχουμε τη δυνατότητα, λόγω των capital controls, να προμηθευτούμε φιάλες, δοχεία, καπάκια. Όλα, λοιπόν, είναι μια αλυσίδα. Το να λένε κάποιοι ότι το ελαιόλαδο δεν έχει καταφέρει να είναι το νούμερο 1 ή το 5 ή το 10, είναι απλά για εσωτερική κατανάλωση. Θέλει προσπάθεια, θέλει όλοι μαζί να κινηθούμε, να σηκώσουμε τα μανίκια και να σοβαρευτούμε. Άρα, δεν είναι μονοσήμαντη μια απάντηση, σχετικά με το γιατί δεν είμαστε σε αυτές τις αγορές”.
Η Ιταλία
Στην Ιταλία, η παραγωγή ελαιολάδου είναι ελλειμματική, γι’ αυτό εισάγει πάρα πολλές ποσότητες από άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα, η Τυνησία κ.λπ. Στο δικό της ελαιόλαδο, οι μικρές και καλές ποσότητες φτάνουν τα 6 ευρώ και τα 7 ευρώ. Αυτός είναι ο λόγος, όπως μας εξηγεί ο Γιώργος Οικονόμου, που, όταν οι Ιταλοί αγοράζουν από την Ελλάδα στην αρχή της ελαιοκομικής περιόδου τον Οκτώβριο, προσφέρουν, για παράδειγμα, στη Λακωνία τιμές όπως 4 ευρώ, 4,5 ευρώ και 5 ευρώ: “Πράγματι, κάποιες περίοδοι, η τιμή στην Ιταλία φτάνει αυτά τα επίπεδα και αυτό αποτελεί επιχείρημα κάποιων που κάνουν κριτική ότι το ελληνικό ελαιόλαδο είναι ακριβότερο. Η ερμηνεία είναι ότι οι Ιταλοί έχουν μια τεράστια δεξαμενή αγορών και από άλλες χώρες και, άρα, κάνουν τις προσμείξεις τους, οπότε βάζουν ένα λάδι, το οποίο έχει στοιχίσει 5-6 ευρώ σε μια ποσότητα 10% και το αναμειγνύουν με ένα 90% από λάδια, τα οποία τους έχουν στοιχίσει 3 ευρώ από την Τυνησία, μόνο και μόνο γιατί το δικό τους θεωρούν ότι θα δώσει το άρωμα, τη γεύση και το χρώμα που θέλουν. Ουσιαστικά, είναι η πρώτη ύλη για τις προσμείξεις που κάνουν”.
Προγράμματα που τρέχουν
Σύμφωνα με υπηρεσιακά στελέχη του ΥΠΑΑΤ, που ασχολούνται με τα προγράμματα προώθησης, αυτή την περίοδο αποκλειστικά για το ελαιόλαδο τρέχουν τρία ευρωπαϊκά προγράμματα, ενώ το εν λόγω προϊόν συμμετέχει μαζί με άλλα αγροτικά προϊόντα ως καλάθι προϊόντων σε άλλα έξι προγράμματα. Οι ευρωπαϊκές αγορές προώθησης του ελαιολάδου αφορούν sτη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ελλάδα και την Κύπρο και οι διεθνείς αγορές την Αμερική, τη Ρωσία, την Κίνα, τη Βραζιλία, την Ελβετία, την Αλβανία, τη Βόρεια Αμερική, τη Νορβηγία, τα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ κ.ά.
Προϋπόθεση η φερεγγυότητα
Τη θέση ότι για να κρατήσεις μια αγορά πρέπει πρώτα “να είσαι φερέγγυος και να ανταποκρίνεσαι τόσο στην ποσότητα όσο και στην ποιότητα, γιατί την αγορά τη χτίζεις, δεν είναι κάτι εύκολο”, εξέφρασαν στην “ΥΧ” υπηρεσιακά στελέχη του ΥΠΑΑΤ, που ασχολούνται με τα προγράμματα προώθησης ελαιολάδου. Συμπληρώνουν, δε, ότι πολλές φορές μετά τα προγράμματα φαίνεται ότι έχει γίνει μια επαφή με την αγορά, όμως, το θέμα είναι “πώς την κρατάς αυτή την αγορά. Ένα πρόσκαιρο άνοιγμα δεν σημαίνει ότι την έχουμε πιάσει κιόλας”».